- ἐπικεραστικός
- ἐπικεραστικός, ή όν,A tempering the humours, Gal.6.260;
ἀγωγή Alex.Trall.7.7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀγωγή Alex.Trall.7.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επικεραστικός — ἐπικεραοτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανακατώνει τα υγρά ή τους χυμούς 2. αυτός που μετριάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεραστικός (< κεραστής)] … Dictionary of Greek
επικρατικός — ἐπικρατικός, ή, όν (Α) [επικεράννυμι] κατάλληλος για συγκερασμό, για μίξη, επικεραστικός* … Dictionary of Greek